- ορομετρία
- και ορεομετρία, η(τοπογρ.) παλαιότερη μέθοδος για την απόδοση τής ανάγλυφης μορφής τού εδάφους με υψομετρικούς αριθμούς χαρακτηριστικών σημείων του και την συμπλήρωση της με τις υψομετρικές καμπύλες της.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orometry < όρος (II) + -μετρία*].
Dictionary of Greek. 2013.